- τηλεφωνικός
- -ή, -ό, Ντηλεπ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τηλέφωνο ή στην τηλεφωνία (α. «τηλεφωνικό δίκτυο» β. «τηλεφωνικό κέντρο» γ. «τηλεφωνική συσκευή»)2. αυτός που γίνεται με το τηλέφωνο («τηλεφωνική συνομιλία»).επίρρ...τηλεφωνικώς και τηλεφωνικά Νμε το τηλέφωνο, μέσω τού τηλεφώνου («θα συνεννοηθούμε τηλεφωνικά»).[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλέφωνο. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία].
Dictionary of Greek. 2013.